- μονόλεπτος
- ος , ον , μονόλεφτος, η , ο достоинством в одну лепту;
τό μονόλεπτο ( — или μονόλεφτο) — монета достоинством в одну лепту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό μονόλεπτο ( — или μονόλεφτο) — монета достоинством в одну лепту
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόλεπτος — και μονόλεφτος, η, ο 1. αυτός που έχει αξία ενός λεπτού τής δραχμής 2. αυτός που διαρκεί ένα μόνο πρώτο λεπτό τής ώρας («μονόλεπτη σιγή») 3. το ουδ. ως ουσ. το μονόλεπτο παλαιό νόμισμα αξίας ενός λεπτού τής δραχμής … Dictionary of Greek
λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek